- θαυμάζομαι
- θαυμάζωwonderpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαυμάζομαι — θαυμάζομαι, θαυμάστηκα βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλληλοθαυμάζομαι — θαυμάζομαι από κάποιον και αμοιβαία τόν θαυμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + θαυμάζω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοθαυμασμός, αλληλοθαυμαστές (θηλ. στριες)] … Dictionary of Greek
θαυμάζω — και θαμάζω (AM θαυμάζω, Α ιων. τ. θωμάζω) 1. βλέπω κάτι με θαυμασμό, με ευχαρίστηση και έκπληξη (α. «και τους ναούς σου θαύμασα, τών Κελτών ιερά πόλις», Κάλβ β. «τύχη θαυμάσαι μέν ἀξία», Σοφ.) 2. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος, εκπλήσσομαι (α.… … Dictionary of Greek
περιβλέπω — ΝΑ 1. κοιτάζω γύρω γύρω, ρίχνω το βλέμμα μου ολόγυρα αναζητώντας κάποιον ή κάτι με τα μάτια 2. κοιτάζω κάποιον με θαυμασμό, τιμώ, σέβομαι 3. παθ. περιβλέπομαι παρατηρούμαι από όλους με θαυμασμό, θαυμάζομαι, τιμώμαι αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) α)… … Dictionary of Greek